τσιβρές

τσιβρές
ο
βλ. τσεβρές, ο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τσιβρές — ο, Ν (παλ. τ.) βλ. τσεβρές …   Dictionary of Greek

  • τσεβρές — τσεβρές, ο και τσιβρές, ο πληθ. έδες (λ. τουρκ.) 1. τσεμπέρι κεντητό. 2. είδος χειροποίητου (κυρίως) υφάσματος που είναι κατάλληλο για κέντημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”